- διανεμεῖ
- διανέμωin D.fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)διανέμωin D.fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διανέμει — διανέμω in D. pres ind mp 2nd sg διανέμω in D. pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αναδοτικός — ἀναδοτικός, ή, όν (Α) [ἀνάδοτος] 1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει 2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά 3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός … Dictionary of Greek
γαλακτοπώλης — ο (Μ γαλακτοπώλης) εκείνος που πουλάει ή διανέμει στα σπίτια το γάλα και τα προϊόντα του … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δατήριος — δατήριος, α, ον (Α) αυτός που διανέμει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δατητήριος, με συλλαβική ανομοίωση < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek
διαδότης — ο (Α διαδότης) νεοελλ. ο διαδοσίας αρχ. υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διανεμητής — ο (θηλ. τρία, η) (Μ διανεμητής) [διανέμω] αυτός που διανέμει νεοελλ. γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς … Dictionary of Greek